αδίσταχτος

αδίσταχτος
[адистахтос] εκ. решительный

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αδίσταχτος" в других словарях:

  • αδίσταχτος — η, ο αυτός που δε διστάζει, αποφασιστικός (στο καλό και στο κακό): Ήταν τόσο αδίσταχτος, ώστε καταντούσε επικίνδυνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματοφάγος — α, ο 1. αυτός που τρώει, που ρουφά αίμα, αιμοδιψής, αιμοβόρος 2. αυτός που τρεφεται με αίμα ζωντανών οργανισμών 3. αδίσταχτος εκμεταλλευτής, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… …   Dictionary of Greek

  • αιματόβρεχτος — η, ο βρεγμένος με αίμα, κακούργος: Είναι άνθρωπος αδίσταχτος, αιματόβρεχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανενδοίαστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς δισταγμούς, ο αδίσταχτος: Στις ενέργειές του ήταν άνθρωπος ανενδοίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγμός — ο 1. φράχτης, φράγμα, διάφραγμα, διαχώρισμα. 2. μτφ., καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει, το εμπόδιο, το κώλυμα, το πρόσκομμα: Είναι αδίσταχτος, δεν έχει κανένα φραγμό στα σχέδιά του. 3. η οδοντοστοιχία: Άμα τα πει και το φραγμό περάσουν των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»